- αφλογιστία
- ητο να μην αναφλεγεί καψούλι ή γόμωση όπλου παρά την πυροδότηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφλόγιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφλογιστία — η η μη ανάφλεξη του καψουλιού ή της γόμωσης όπλου, πυροβόλου κτλ.: Πίεσε τη σκανδάλη, αλλά το όπλο έπαθε αφλογιστία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραδυφλογία — η προσωρινή αφλογιστία ή επιβράδυνση στη λειτουργία καψυλίου, πυροκροτητή ή προωθητικού γεμίσματος όπλου κατά τη βολή … Dictionary of Greek